- δρῦς
- δρῡς (ἡ)1 oak
εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρᾰός P. 4.264
ἴδεν Λυγκεὺς δρᾰὸς ἐν στελέχει ἡμένους N. 10.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρᾰός P. 4.264
ἴδεν Λυγκεὺς δρᾰὸς ἐν στελέχει ἡμένους N. 10.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… … Dictionary of Greek
δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… … Dictionary of Greek
δρυς — η η βελανιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)